- έγερση
- η (AM ἔγερσις)1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο2. η ανάσταση(αρχ.- μσν.) ανέγερση, οικοδόμησηαρχ.ανάρρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έγερση — η 1. η αφύπνιση, το ξύπνημα: Στο στρατόπεδο η έγερση των στρατιωτών γίνεται νωρίς. 2. ανόρθωση, σήκωμα, ανέγερση, οικοδόμηση. 3. (φυσιολ. ψυχ.), ερεθισμός, διέγερση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
έγερμα — το (Μ ἔγερμα) η έγερση νεοελλ. θόλος, αψίδα … Dictionary of Greek
έγερσις — η βλ. έγερση … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
ανέγερση — η (AM ἀνέγερσις) [ανεγείρω] χτίσιμο, ανοικοδόμηση αρχ. μσν. έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα … Dictionary of Greek
ανακύμανση — η [ανακυμαίνω] 1. έγερση κυμάτων, κυματισμός 2. πρόκληση αλλεπάλληλων πτώσεων και υψώσεων χρηματιστηριακών αξιών … Dictionary of Greek
αναστήλωση — η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [ἀναστηλῶ, όω] νεοελλ. (σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή 2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση β) έγερση, ξεσήκωμα νεοελλ. μσν. φρ. «αναστήλωση ( ις) τών ιερών… … Dictionary of Greek
αφύπνιση — η [αφυπνίζω] έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα 2. αναζωπύρωση αισθήματος, εκδήλωση ζωηρού ενδιαφέροντος για κάτι (αφύπνιση της παλιάς έχθρας) … Dictionary of Greek